- φοινικαίος
- ο, Α(ενν. μήν) ονομασία μήνα στην Κόρινθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοινίκη, προσωνυμία τής Αθηνάς στην Κόρινθο + κατάλ. -αῖος*, λόγω τού ότι ο μήνας ήταν αφιερωμένος στη θεά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοινικαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικαῖοι — φοινικαῖος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)